- στόρνη
- ἡ, Αζώνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ- τού στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα -νη (πρβλ. φερ-νή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στόρνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνην — στόρνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνῃσι — στόρνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνῃσιν — στόρνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρνα — στόρνᾱ , στόρνη fem nom/voc/acc dual στόρνᾱ , στόρνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)